- φιβουλατόριον
- τὸ, Αβλ. φιβλατώριον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιβλατώριον — και φιβουλατόριον και φιβλατούριον, τὸ, Α ένδυμα στερεωμένο με φίβλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fibulatorius «αυτός που φορεί πόρπες» (< fibula, πρβλ. φίβλα)] … Dictionary of Greek